- υπόρρηνος
- -ον, Α(επικ. τ.) ὕπαρνος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ρρηνος (< ῥήν, ῥῆνος «αρνί»), πρβλ. πολύ-ρρηνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόρρηνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρρηνον — ὑπόρρηνος masc/fem acc sg ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρρηνα — ὑπόρρηνος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)